τζίντζερ

τζίντζερ
το, Ν
άκλ. βοτ. κοινή ονομασία τού πολυετούς ποώδους φυτού Zingiber officinale τού γένους ζιγγίβερι τής οικογένειας ζιγγιβερίδες, ιθαγενούς πιθανότατα τής νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και τού αρωματικού και με δριμεία γεύση ριζώματός του που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό, ως αρτυματικό, ως τρόφιμο και ως φάρμακο, αλλ. πιπερόρριζα ή ζιγγίβερι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ginger < λατ. zingiber < ζιγγίβερι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζίντζερ έιλ — το, Ν άκλ. (τροφ. τεχνολ.) αεριούχο αναψυκτικό που αρωματίζεται με καρύκευμα από ζιγγίβερι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger ale] …   Dictionary of Greek

  • τζιτζιμπίρα — και τσιτσιμπίρα, η, και τζιτζίμπερι, το, Ν (τροφ. τεχνολ.) ονομασία αναψυκτικού που παρασκευάζεται με νερό, σκόνη από ζιγγίβερι, χυμό λεμονιού, λεπτοκομμένη φλούδα λεμονιού και ζύμη ζυθοποιίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger beer < ginger (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Αστέρ, Φρεντ — (1899 – 1987). Αμερικανός ηθοποιός, χορογράφος και χορευτής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρέντρικ Όστερλιτζ. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μπρόντγουεϊ το 1922 με το μιούζικαλ Για τ’ όνομα του Θεού. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Χόλιγουντ συνήθως με… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”