- τζίντζερ
- το, Νάκλ. βοτ. κοινή ονομασία τού πολυετούς ποώδους φυτού Zingiber officinale τού γένους ζιγγίβερι τής οικογένειας ζιγγιβερίδες, ιθαγενούς πιθανότατα τής νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και τού αρωματικού και με δριμεία γεύση ριζώματός του που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό, ως αρτυματικό, ως τρόφιμο και ως φάρμακο, αλλ. πιπερόρριζα ή ζιγγίβερι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ginger < λατ. zingiber < ζιγγίβερι].
Dictionary of Greek. 2013.